- βαρβαρότητα
- η (Μ βαρθαρότης)η ιδιότητα του βαρβάρουνεοελλ.συμπεριφορά ή ενέργεια που αρμόζει σε βαρβάρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρβαρότητα — η η σκληρότητα, η βαναυσότητα: Η βαρβαρότητα απέναντι στα ζώα δείχνει άνθρωπο απολίτιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβαρότητα — βαρβαρότης nature fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek
Καστοριάδης, Κορνήλιος — (Κωνσταντινούπολη 1922 – Παρίσι 1997). Φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία. Από τα φοιτητικά του χρόνια σύχναζε στον κύκλο του Αρχείου Φιλοσοφίας, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων … Dictionary of Greek
Panhellenic Socialist Movement — Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα Leader George Papandreou Founder … Wikipedia
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
απήνεια — ἀπήνεια, η (Α) 1. σκληρότητα, βαρβαρότητα 2. (στον λόγο) τραχύτητα … Dictionary of Greek
ασιανισμός — ο [ασιανίζω] 1. το να ζει κανείς όπως οι Ασιάτες, μέσα στην πολυτέλεια και στις απολαύσεις 2. η μοιρολατρική νοοτροπία 3. η βαρβαρότητα 4. θεωρία σύμφωνα με την οποία η Ασία μπορεί να είναι απολύτως αυτάρκης 5. (φιλολογικός όρος) η τάση ορισμένων … Dictionary of Greek
γενιτσαρισμός — ο διαγωγή που ταιριάζει σε γενίτσαρο, βαρβαρότητα … Dictionary of Greek